Lemma

Δημοπτόλεμος

PROP.NOUN (ne)

Masculine

 SGDUPL
NOM 1 Δημοπτόλεμός
ACC 1 Δημοπτόλεμον
GEN
DAT
VOC
form parse
Δημοπτόλεμός NOM.SG M
Δημοπτόλεμον ACC.SG M