Lemma

Πολυκτορίδης

PROP.NOUN (ne)

Masculine

 SGDUPL
NOM 1 Πολυκτορίδης
ACC
GEN 1 Πολυκτορίδαο
DAT
VOC
form parse
Πολυκτορίδης NOM.SG M
Πολυκτορίδαο GEN.SG M