Lemma

Δουλιχιεύς

PROP.NOUN (ne)

Masculine

 SGDUPL
NOM
ACC 1 Δουλιχιῆα
GEN 1 Δουλιχιῆος
DAT
VOC
form parse
Δουλιχιῆα ACC.SG M
Δουλιχιῆος GEN.SG M