Lemma

συφορβός

NOUN (n-)

Masculine

 SGDUPL
NOM 1 συφορβὸς
3 συφορβός
ACC 1 συφορβόν
GEN 1 συφορβῶν
DAT
VOC 1 συφορβέ
form parse
συφορβός NOM.SG M
συφορβὸς NOM.SG M
συφορβόν ACC.SG M
συφορβέ VOC.SG M
συφορβῶν GEN.PL M