Lemma

πεῖσμα

NOUN (n-)

Neuter

 SGDUPL
NOM
ACC 3 πεῖσμα 2 πείσματα
GEN 1 πείσματός
DAT
VOC
form parse
πεῖσμα ACC.SG N
πείσματός GEN.SG N
πείσματα ACC.PL N