Lemma

λῃστής

NOUN (n-)

Masculine

 SGDUPL
NOM 2 ληιστῆρες
1 ληΐστορες
ACC
GEN
DAT 1 ληϊστῆρσιν
1 ληϊστῆρσι
VOC
form parse
ληιστῆρες NOM.PL M
ληΐστορες NOM.PL M
ληϊστῆρσιν DAT.PL M
ληϊστῆρσι DAT.PL M