Lemma

ἀγήνωρ

NOUN (n-)

Masculine

 SGDUPL
NOM 1 ἀγήνορες
ACC 1 ἀγήνορας
GEN
DAT 1 ἀγήνορι
VOC 3 ἀγήνορες
form parse
ἀγήνορι DAT.SG M
ἀγήνορες NOM.PL M
ἀγήνορας ACC.PL M
ἀγήνορες VOC.PL M