Lemma

λέκτρον

NOUN (n-)

Neuter

 SGDUPL
NOM
ACC
GEN 2 λέκτροιο
DAT 2 λέκτρῳ 3 λέκτροισι
1 λέκτροισιν
VOC
form parse
λέκτροιο GEN.SG N
λέκτρῳ DAT.SG N
λέκτροισιν DAT.PL N
λέκτροισι DAT.PL N