Lemma

Καλλικολώνη

PROP.NOUN (ne)

Feminine

 SGDUPL
NOM
ACC
GEN 1 Καλλικολώνης
DAT 1 Καλλικολώνῃ
VOC
form parse
Καλλικολώνης GEN.SG F
Καλλικολώνῃ DAT.SG F