Lemma

κυβιστητήρ

NOUN (n-)

Masculine

 SGDUPL
NOM 2 κυβιστητῆρε 1 κυβιστητῆρες
ACC
GEN
DAT
VOC
form parse
κυβιστητῆρε NOM.DU M
κυβιστητῆρες NOM.PL M