Lemma

Δαμαστορίδης

PROP.NOUN (ne)

Masculine

 SGDUPL
NOM 3 Δαμαστορίδης
ACC 2 Δαμαστορίδην
GEN
DAT
VOC
form parse
Δαμαστορίδης NOM.SG M
Δαμαστορίδην ACC.SG M