Lemma

θελκτήριον

NOUN (n-)

Neuter

 SGDUPL
NOM 1 θελκτήρια
ACC 1 θελκτήριον 1 θελκτήρια
GEN
DAT
VOC
form parse
θελκτήριον ACC.SG N
θελκτήρια NOM.PL N
θελκτήρια ACC.PL N