Lemma

βουκόλος

NOUN (n-)
form parse
βουκόλος NOM.SG M
βουκόλον ACC.SG M
βουκόλῳ DAT.SG M
βουκόλʼ VOC.SG M
βουκόλε VOC.SG M
βουκόλοι NOM.PL M