Lemma

ὀαριστύς

NOUN (n-)

Feminine

 SGDUPL
NOM 1 ὀαριστύς
1 ὀαριστὺς
ACC 1 ὀαριστύν
GEN
DAT
VOC
form parse
ὀαριστὺς NOM.SG F
ὀαριστύς NOM.SG F
ὀαριστύν ACC.SG F