Lemma

Πόλυβος

PROP.NOUN (ne)

Masculine

 SGDUPL
NOM 1 Πόλυβός
1 Πόλυβος
ACC 2 Πόλυβον
GEN 2 Πολύβοιο
7 Πολύβου
DAT
VOC
form parse
Πόλυβος NOM.SG M
Πόλυβός NOM.SG M
Πόλυβον ACC.SG M
Πολύβου GEN.SG M
Πολύβοιο GEN.SG M