Lemma

στεροπή

NOUN (n-)

Feminine

 SGDUPL
NOM 2 στεροπὴ
ACC 1 στεροπήν
1 στεροπὴν
GEN 3 στεροπῆς
DAT
VOC
form parse
στεροπὴ NOM.SG F
στεροπήν ACC.SG F
στεροπὴν ACC.SG F
στεροπῆς GEN.SG F