Lemma

τοῖχος

NOUN (n-)

Masculine

 SGDUPL
NOM 3 τοῖχοι
ACC 5 τοῖχον 2 τοίχους
GEN 3 τοίχου 1 τοίχων
DAT 4 τοίχῳ
VOC
form parse
τοῖχον ACC.SG M
τοίχου GEN.SG M
τοίχῳ DAT.SG M
τοῖχοι NOM.PL M
τοίχους ACC.PL M
τοίχων GEN.PL M