Lemma

δύναμις

NOUN (n-)

Feminine

 SGDUPL
NOM 3 δύναμις
5 δύναμίς
ACC 2 δύναμιν
GEN
DAT 1 δυνάμει
VOC
form parse
δύναμίς NOM.SG F
δύναμις NOM.SG F
δύναμιν ACC.SG F
δυνάμει DAT.SG F