Lemma

ἄναξ

NOUN (n-)
form parse
ἄναξ NOM.SG M
ἄνακτʼ ACC.SG M
ἄνακτα ACC.SG M
ἄνακτος GEN.SG M
ἄνακτʼ DAT.SG M
ἄνακτι DAT.SG M
ἄνα VOC.SG M
ἄναξ VOC.SG M
ἄνακτες NOM.PL M
ἀνάκτων GEN.PL M
ἀνάκτεσιν DAT.PL M