Lemma

μαχητής

NOUN (n-)

Masculine

 SGDUPL
NOM 2 μαχητής 1 μαχηταί
ACC 2 μαχητήν 1 μαχητὰς
GEN
DAT
VOC
form parse
μαχητής NOM.SG M
μαχητήν ACC.SG M
μαχηταί NOM.PL M
μαχητὰς ACC.PL M