Lemma

διδυμάων

NOUN (n-)

Masculine

 SGDUPL
NOM 1 διδυμάονε
ACC 1 διδυμάονε
GEN
DAT 2 διδυμάοσιν
VOC
form parse
διδυμάονε NOM.DU M
διδυμάονε ACC.DU M
διδυμάοσιν DAT.PL M