Lemma

ὀμφαλός

NOUN (n-)

Masculine

 SGDUPL
NOM 1 ὀμφαλός 1 ὀμφαλοὶ
ACC 2 ὀμφαλὸν
3 ὀμφαλόν
GEN 1 ὀμφαλοῦ
DAT
VOC
form parse
ὀμφαλός NOM.SG M
ὀμφαλόν ACC.SG M
ὀμφαλὸν ACC.SG M
ὀμφαλοῦ GEN.SG M
ὀμφαλοὶ NOM.PL M