Lemma

Αἱμονίδης

PROP.NOUN (ne)

Masculine

 SGDUPL
NOM 1 Αἱμονίδης
ACC
GEN 1 Αἱμονίδαο
DAT
VOC
form parse
Αἱμονίδης NOM.SG M
Αἱμονίδαο GEN.SG M