Lemma

κάματος

NOUN (n-)

Masculine

 SGDUPL
NOM 6 κάματος
1 κάματός
ACC 3 κάματον
GEN 2 καμάτοιο
DAT 14 καμάτῳ
VOC
form parse
κάματος NOM.SG M
κάματός NOM.SG M
κάματον ACC.SG M
καμάτοιο GEN.SG M
καμάτῳ DAT.SG M