Lemma

ἑκατόμβη

NOUN (n-)

Feminine

 SGDUPL
NOM
ACC 13 ἑκατόμβην 19 ἑκατόμβας
GEN 1 ἑκατόμβας
4 ἑκατόμβης
DAT
VOC
form parse
ἑκατόμβην ACC.SG F
ἑκατόμβης GEN.SG F
ἑκατόμβας GEN.SG F
ἑκατόμβας ACC.PL F