Lemma

ὀνειροπόλος

NOUN (n-)

Masculine

 SGDUPL
NOM
ACC 1 ὀνειροπόλον
GEN 1 ὀνειροπόλοιο
DAT
VOC
form parse
ὀνειροπόλον ACC.SG M
ὀνειροπόλοιο GEN.SG M