Lemma

θώραξ

NOUN (n-)

Masculine

 SGDUPL
NOM 7 θώρηξ 1 θώρηκες
1 θώρηκές
ACC 11 θώρηκα
GEN 11 θώρηκος 1 θωρήκων
DAT 1 θώρηκι
VOC
form parse
θώρηξ NOM.SG M
θώρηκα ACC.SG M
θώρηκος GEN.SG M
θώρηκι DAT.SG M
θώρηκες NOM.PL M
θώρηκές NOM.PL M
θωρήκων GEN.PL M