Lemma

στόμαχος

NOUN (n-)

Masculine

 SGDUPL
NOM
ACC 1 στόμαχον 1 στομάχους
GEN 1 στομάχοιο
DAT
VOC
form parse
στόμαχον ACC.SG M
στομάχοιο GEN.SG M
στομάχους ACC.PL M