Lemma

λωτός

NOUN (n-)

Masculine

 SGDUPL
NOM 1 λωτός
1 λωτὸς
ACC 1 λωτόν
2 λωτὸν
GEN 3 λωτοῖο
DAT
VOC
form parse
λωτός NOM.SG M
λωτὸς NOM.SG M
λωτὸν ACC.SG M
λωτόν ACC.SG M
λωτοῖο GEN.SG M