Lemma

Ἐνυάλιος

PROP.NOUN (ne)

Masculine

 SGDUPL
NOM 1 Ἐνυάλιος
1 ἐνυάλιος
ACC
GEN 2 Ἐνυαλίοιο
DAT 5 Ἐνυαλίῳ
VOC
form parse
ἐνυάλιος NOM.SG M
Ἐνυάλιος NOM.SG M
Ἐνυαλίοιο GEN.SG M
Ἐνυαλίῳ DAT.SG M