Lemma

Ἄδραστος

PROP.NOUN (ne)
form parse
Ἄδρηστος NOM.SG M
Ἄδρηστός NOM.SG M
Ἄδρηστον ACC.SG M
Ἀδρήστοιο GEN.SG M
Ἀδρήστου GEN.SG M