Lemma

Μηκιστεύς

PROP.NOUN (ne)

Masculine

 SGDUPL
NOM 2 Μηκιστεὺς
ACC 1 Μηκιστῆ
GEN 1 Μηκιστῆος
1 Μηκιστέος
DAT
VOC
form parse
Μηκιστεὺς NOM.SG M
Μηκιστῆ ACC.SG M
Μηκιστέος GEN.SG M
Μηκιστῆος GEN.SG M