Lemma

αἰπόλος

NOUN (n-)

Masculine

 SGDUPL
NOM 8 αἰπόλος 1 αἰπόλοι
ACC 2 αἰπόλον
GEN
DAT
VOC
form parse
αἰπόλος NOM.SG M
αἰπόλον ACC.SG M
αἰπόλοι NOM.PL M