Lemma

ὠκύπους

NOUN (n-)

Masculine

 SGDUPL
NOM 5 ὠκύποδες
ACC 1 ὠκύποδας
GEN 2 ὠκυπόδων
DAT 1 ὠκυπόδεσσιν
VOC
form parse
ὠκύποδες NOM.PL M
ὠκύποδας ACC.PL M
ὠκυπόδων GEN.PL M
ὠκυπόδεσσιν DAT.PL M