Lemma

κακότης

NOUN (n-)

Feminine

 SGDUPL
NOM
ACC 9 κακότητα
GEN 8 κακότητος
DAT 8 κακότητι
VOC
form parse
κακότητα ACC.SG F
κακότητος GEN.SG F
κακότητι DAT.SG F