Greek Morphology Tool
Read
Lemmas
Forms
Lemma
διάκτορος
NOUN (n-)
Paradigm(s)
Form List
Masculine
SG
DU
PL
NOM
13
διάκτορος
ACC
1
διάκτορον
GEN
2
διακτόρου
DAT
1
διακτόρῳ
VOC
1
διάκτορε
form
parse
διάκτορος
NOM.SG M
διάκτορον
ACC.SG M
διακτόρου
GEN.SG M
διακτόρῳ
DAT.SG M
διάκτορε
VOC.SG M