Lemma

ἡγήτωρ

NOUN (n-)
form parse
ἡγήτορα ACC.SG M
ἡγήτορι DAT.SG M
ἡγήτορε VOC.DU M
ἡγήτορες NOM.PL M
ἡγήτορας ACC.PL M
ἡγήτορες VOC.PL M